αλλαξοπιστώ
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
και -ίζω [[[αλλαξόπιστος]]]
1. αλλάζω πίστη, θρήσκευμα, γίνομαι εξωμότης
2. κάνω κάποιον να αλλάξει πίστη, θρήσκευμα.