άμβωνας

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἄμβων, -ωνος)
νεοελλ.-μσν.
το βήμα στους χριστιανικούς ναούς, από όπου ο διάκος διαβάζει το Ευαγγέλιο και ο ιεροκήρυκας κηρύσσει τον θείο λόγο
μσν.
το γυναικείο αιδοίο
αρχ.
1. κάθε τί που υψώνεται και προεξέχει
2. φρύδι, ράχη βουνού
3. τα εξογκωμένα χείλη ποτηριού, πιάτου ή άλλου αντικειμένου ή κτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Είναι πολύ πιθ. να πρόκειται για δάνειο (πράγμα που ισχύει συχνά για τους τεχνικούς όρους), αλλά η άποψη αυτή παραμένει αναπόδεικτη. Κατ' άλλη άποψη (γνωστή ήδη στους αρχαίους), η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀναβαίνω, εφόσον συνήθως υποδηλώνει την έννοια του ύψους. Την άποψη αυτή εξάλλου ενισχύει και η γλώσσα του Ησυχίου «ἀνάβωνες
βαθμοῦ εἶδος». Η λ. ἄμβων απαντά συνήθως και με τον ιωνικό τ. ἄμβη. Με τη λ. ἄμβων πιθ. να συνδέεται επίσης και το ουσ. ἄμβιξ.
ΠΑΡ. μσν. ἀμβωνίζομαι.