αμηχανία

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

η (Α ἀμηχανία) ἀμήχανος
απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια
νεοελλ.
δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός
αρχ.
έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια.