αμορφωσιά

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

η αμόρφωτος
το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια
2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά.