ἀμείωτος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείωτος Medium diacritics: ἀμείωτος Low diacritics: αμείωτος Capitals: ΑΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: ameíōtos Transliteration B: ameiōtos Transliteration C: ameiotos Beta Code: a)mei/wtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be diminished, σιτωνία Ph.2.66; incapable of diminution, ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp. in Cael.109.22. Adv. -τως Olymp. in Alc.p.111C.

German (Pape)

[Seite 121] unverringert, ganz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείωτος: -ον, ὁ μὴ μειούμενος ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μειώσῃ. Βασιλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοϊασσ. 1. 87. - Ἐπίρρ. -τως Ὀλυμπιόδ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no disminuido, íntegro σιτωνία Ph.2.66, πρόσοδος IEphesos 38.10 (V a.C.).
2 que no disminuye ἀναυξὲς καὶ ἀ. Simp.in Cael.109.22.
II adv. -ως sin disminuir, sin pérdida de su integridad Olymp.in Alc.111.11, 12, POxy.1896.21, PMasp.151.97 (VI a.C.), 312.86 (VI a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμείωτος, -ον) μειώνω
αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος
νεοελλ.
1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος
2. (με ποιοτική σημασία) εντατικός, αδιάπτωτος.