αναδιάρθρωση
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek Monolingual
η
αναδιαρθρώ η εκ νέου διάρθρωση, ο εκ νέου καθορισμός της λειτουργίας ορισμένων υπηρεσιών ή προγραμματισμού δραστηριοτήτων.