ανάμικτος

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάμικτος, -ον) αναμείγνυμι
αυτός που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πράγματα ή ποιότητες του ίδιου πράγματος, που έχει υποστεί ανάμιξη, ανακατεμένος, ανάκατος
νεοελλ.
ο μη καθαρός, μη αγνός, νοθευμένος.