Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
-η, -ο (Α ἀνάμικτος, -ον) αναμείγνυμι
αυτός που αποτελείται από δύο ή περισσότερα πράγματα ή ποιότητες του ίδιου πράγματος, που έχει υποστεί ανάμιξη, ανακατεμένος, ανάκατος
νεοελλ.
ο μη καθαρός, μη αγνός, νοθευμένος.