ἀνάκλημα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἀνάκλασις, τοῦ ῥυθμοῦ Jul.Ep.186.
German (Pape)
[Seite 192] τό, das Anrufen, Anheben des Gesanges, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλημα: -ατος, τό, = ἀνάκλησις, πρὸς τὸ ἀνάκλημα τοῦ ῥυθμοῦ συνομαρτοῦντες, πρὸς τὸ ἀνάκρουσμα, Ἰουλιαν. 421Β.
Spanish (DGE)
-ματος, ἡ
acción de dar el tono a los cantores por parte del corego τοῦ ῥυθμοῦ Iul.Ep.186.421b.
Greek Monolingual
(I)
το (Μ ἀνάκλημα)
βλ. ανακάλημα.———————— (II)
ἀνάκλημα, το (Α)
βλ. ανάκλαση (-ις).