αναψύχω
Greek Monolingual
(Α ἀναψύχω)
Ι. ενεργ.
1. ψυχραίνω, δροσίζω
2. ανακουφίζω, ξεκουράζω
3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον
4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν
II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι.
(Α ἀναψύχω)
Ι. ενεργ.
1. ψυχραίνω, δροσίζω
2. ανακουφίζω, ξεκουράζω
3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον
4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν
II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι.