ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(AM ἀναφωνῶ, -έω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αιφνίδια
μσν.
1. καλώ κάποιον με το όνομά του
2. τραγουδώ
αρχ.
1. ασκώ τη φωνή μου απαγγέλλοντας δυνατά
2. ανακηρύττω, αναγορεύω.