ἀνέκκλητος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκκλητος Medium diacritics: ἀνέκκλητος Low diacritics: ανέκκλητος Capitals: ΑΝΕΚΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anékklētos Transliteration B: anekklētos Transliteration C: anekklitos Beta Code: a)ne/kklhtos

English (LSJ)

ον,

   A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104.    2 = ἀνέλκλητος. Adv. -τως GDI1723, 1729 (Delph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκκλητος: -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914.

Spanish (DGE)

-ον
1 no desafiado, IUrb.Rom.239.11, 240.11.
2 adv. -ως irreprochablemente, GDI 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέκκλητος, -ον)
αρχ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος
νεοελλ.
(για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός.