ανέξοδος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέξοδος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ξοδεύει πολλά, φειδωλός
2. αυτός που δεν στοιχίζει τίποτε, που είναι δωρεάν
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει έξοδο, εκείνος από όπου δεν είναι δυνατόν να βγει κανείς, αδιάβατος
2. (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός
3. (για πρόσωπα ή καταστάσεις) ακοινώνητος, μοναχικός, περιορισμένος
4. μάταιος, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανέξοδος < αν- στερ. + έξοδος, ενώ το νεοελλ. ανέξοδος < αν- στερ. + έξοδο(ν). Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου].