ανεπανόρθωτος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπανόρθωτος, -ον)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος
αρχ.
1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε
2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος.