ἀνελκύω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

German (Pape)

[Seite 222] giebt die tempp. zum folgd., ἀνελκύσω Plat. com. Poll. 10, 142; ἀνελκύσαντες Her. 7, 59 u. Thuc. 6, 44; νῆες ἀνελκυσμέναι Her. 9, 98; εἰς τὸ φῶς ἀνελκύσαι Ar. Pax 307; ἀνελκύσας Ach. 687.

French (Bailly abrégé)

v. ἀνέλκω.

Spanish (DGE)

I en v. act.
1 levantar δοκούς Th.2.76.
2 halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.7.59, 9.98, Th.3.89, 6.44, 7.1, X.HG 5.4.66, ναυάγια Th.7.23, χρύσεον ἰχθύν Theoc.21.52
en gener. halar, arrastrar hacia arriba la imagen de la Paz μοχλοῖς καὶ μηχαναῖσιν εἰς τὸ φῶς ἀνελκύσαι Ar.Pax 307.
3 llevar a juicio κᾄτ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ Ar.Ach.687.
II en v. med. subirse, contraerse hacia arriba ἔστ' ἄν αἱ ὑστέραι ἀνελκυσθέωσι Hp.Mul.2.143.

Greek Monolingual

ἀνελκύω)
1. τραβώ προς τα επάνω ή προς τα έξω, βγάζω
2. (για πλοίο) ανασύρω, ανυψώνω, ανελκύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανείλκυσα (αόρ. του ανέλκω).
ΠΑΡ. ανέλκυση (-ις), νεοελλ. ανελκυστήρας (-τήρ)].