ανθεμόεις

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

ἀνθεμόεις, -εσσα, -εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α)
1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος
2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος
3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια.