ανθρωποποίηση

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η προσωποποίηση
2. ο εξανθρωπισμός, το να καθιστά κάποιος κάτι ή κάποιον πιο ανθρώπινο, πιο εξευγενισμένο
3. η εξελικτική διεργασία με την οποία οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα λοιπά πρωτεύοντα (όρθια στάση, ανάπτυξη εγκεφάλου κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ποίηση < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Χαντσερή].