ἀντίφραξις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀντιφράσσω)
A barricading, γῆς ἀ. the interposition of the earth, so as to cause a lunar eclipse, Arist.APo.90a16, cf. Mete. 367b21; so ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει Id.Fr.210, cf. Plu.2.169a. II Pythag. name for seventeenth day of the month, ib.367f.
German (Pape)
[Seite 263] ἡ, das Versperren durch etwas Vorgesetztes, γῆς ἀντίφραξις Arist. Analyt. post. 2. 8 (vgl. de anim. 3, 4); γῆς πρὸς ἥλιον ἀντ. Plut. Dion. 24, Verfinsterung der Sonne durch die gegengestellte Erde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφραξις: -εως, ἡ, (ἀντιφράσσω), φρἀξιμον ἢ ἐμπόδιον μεταξὺ δύο πραγμάτων, γῆς ἀντίφρ., ἡ παρέμπτωσις τῆς γῆς, ἐξ ἧς ἡ τῆς σελήνης ἔκλειψις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 2. 3, πρβλ. Μετεωρ. 2. 8, 27˙ οὕτως, ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 203˙ πρβλ. ἀντιφράσσω 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 interposiciónde un cuerpo ante otro ἀ. γῆς en un eclipse, Pythag.B 36, Arist.APo.90a16, τοῦ ἀέρος Sch.Arat.828M., ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει Arist.Fr.210, cf. Arist.Mete.367b21, Plu.2.169a.
2 n. pitagórico para el día decimoséptimo del mes Plu.2.367e.
Greek Monolingual
ἀντίφραξις, η (Α)
1. φράξιμο ή παρεμβολή εμποδίου μεταξύ δύο πραγμάτων
2. ονομασία που έδιναν οι Πυθαγόρειοι στη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα.