ἀντιφράσσω
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
Att. ἀντιφράττω,
A barricade, block, τὴν ὁδόν τισι Plu.2.548d:—Pass., to be screened, ἀντιπεφραγμένος λαμπτήρ lantern, Philist. 15; τόπος ὑπὸ τῆς γῆς ἀντιφραττόμενος Plu.Nic.23.
II c. dat., stand in the way of, τῷ ἀέρι Arist.Juv.470a13, cf. Pr.929a38; especially of a body intercepting the sun's light, ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου.. Id.Mete.345a29: c. acc., ἕκαστον ἀντιφράττειν αὐτήν (sc. τὴν σελήνην) Id.Cael.293b25. abs., X.Smp.5.6, Thphr. Ign.49; ἡ γῆ ἀ. Arist.AP0.87b40; ἡ θάλαττα ἀ. Id.Mete.368b10; κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀ. Id.de An.429a20.
2 Pass., to be placed as an obstacle, τινὸς ἀντιφραχθέντος περὶ τὴν ἀναπνοήν Pl.Ti.66e.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
I tr., en v. act.
1 cerrar un paso o camino, c. ac. τὴν ὁδὸν τοῖς ... τῇ κακίᾳ χρωμένοις Plu.2.548d, en v. pas. τόπον ... ὑπὸ τῆς γῆς ἀντιφραττόμενον Plu.Nic.23
•en mecánica cerrar, obturar Hero Aut.25.7.
2 interponerse ante cuerpos o elementos físicos, c. ac., de eclipses τῶν φερομένων ἕκαστον ἀντιφράττειν αὐτήν (sc. τὴν σελήνην) Arist.Cael.293b25, ἥλιον Plu.2.929b, de elementos varios (ὁ νοῦς) κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντιφράττει Arist.de An.429a20, (τὰ παχύτερα) οἷον ... ἀντιφράττει ... τὸ θερμὸν Thphr.Ign.49
•abs. εἰ ἐπὶ τῆς σελήνης ὄντες ἑωρῶμεν ἀντιφράττουσαν τὴν γῆν Arist.APo.87b40
•c. dat., de eclipses ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arist.Mete.345a29
•de elementos diversos ἡ ἔγκρυψις ... ἀντιφράττει ... τῷ πέριξ ἀέρι Arist.Iuu.470a13, τὴν θάλατταν ... τῷ ... πνεύματι ... ἀντιφράττειν Arist.Mete.368b10, τὸ ἄλφιτον ... ἀντιφράττει τῷ πόματι Arist.Pr.929a38
•abs. τὸ σιμὸν τῆς ῥινὸς ... οὐκ ἀντιφράττει X.Smp.5.6.
3 en v. med.-pas. colocarse como obstáculo τινὸς ἀντιπραχθέντος περὶ τὴν ἀναπνοήν Pl.Ti.66e.
II intr. en v. med. protegerse, defenderse ἀντιφραττόμενοι ταῖς προσβολαῖς IG 12(3).174.19 (Astipalea I a.C.), ἀντιπεφραγμένος λαμπτήρ lámpara provista de pantalla durante la noche Philist.7.
French (Bailly abrégé)
1 opposer une barrière ; t. de méc. clôturer, cloisonner, blinder;
2 p. suite s'interposer devant, intercepter.
Étymologie: ἀντί, φράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφράσσω: атт. ἀντιφράττω
1 загораживать, преграждать (τὴν ὁδόν τινι Plut.); ἀ. τινί Arst. преграждать доступ чему-л.; ἀντιφραχθέντος τινὸς περὶ τὴν ἀναπνοήν Plat. когда дыхание чем-л. стеснено;
2 заслонять, закрывать (οὐκ ἀ., ἀλλ᾽ ἐᾶν τὰς ὄψεις ὁρᾶν τι Xen.): ἡ γῆ ἀντιφράττουσα Arst. заслоняющая (луну) земля, т. е. затмение луны (землей).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφράσσω: Ἀττ. -φράττω, φράττω, ἐμποδίζω, [τὸ σιμὸν τῆς ῥινὸς] οὐκ ἀντιφράττει, ἀλλ’ εὐθὺς ἐᾷ τὰς ὄψεις ὁρᾶν ἃ ἂν βούλωνται Ξεν. Συμπ. 5. 6 «ἀντιπεφραγμένος λαμπτήρ, ἔχων πέριξ αὑτοῦ κάλυμμα, «καὶ τὰς νύκτας ἐπαίρεσθαι λαμπτῆρας ἀντιπεφραγμένους» Φίλιστος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 116. ΙΙ. μ. δοτ., ἀποτελῶ περίφραγμα, παρακωλύω τι, ἀντιφράττει τε (ἡ τέφρα) τῷ πέριξ ἀέρι πρὸς τὸ σβεννύναι (τὸ πῦρ) Ἀριστ. περὶ Ζωῆς κ. Θαν. 5. 6, πρβλ. Προβλ. 21. 20˙ ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς ἀποφραττούσης τὸ φῶς τοῦ ἡλίου (ὡς κατὰ τὴν ἔκλειψιν τῆς σελήνης), ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ὅσα οὐράνια σώματα παρεμπίπτουσα ἡ γῆ ἀποστερεῖ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου (κάμνει νὰ μὴ τὰ βλέπῃ ὁ ἥλιος), ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 8, 5˙ ἕκαστον ἀντιφράττει αὐτὴν (αὐτῇ;), δηλ. τὴν σελήνην, ὁ αὐτ. Οὐρ. 2.13, 7: ― ἀπόλ., ἡ γῆ ἀντ. ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 31, 2, πρβλ. 2. 2, 3˙ ἡ θάλαττα ἀντ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 38˙ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντ. ὁ αὐτ. Περὶ ψυχ. 3. 4, 3. 2) ἴδε ἀντίφραξις: ― Παθ., τίθεμαι ὡς ἐμπόδιον, ἀντιφραχθέντος τινὸς περὶ τὴν ἀναπνοὴν Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
Greek Monolingual
ἀντιφράσσω κ. -ττω (Α)
1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό
2. φράζω γύρω
περιφράζω
3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου.
Greek Monotonic
ἀντιφράσσω: Αττ. -φράττω, μέλ. -ξω, εμποδίζω, φράζω, σε Ξεν.