Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιφράσσω

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφράσσω Medium diacritics: ἀντιφράσσω Low diacritics: αντιφράσσω Capitals: ΑΝΤΙΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: antiphrássō Transliteration B: antiphrassō Transliteration C: antifrasso Beta Code: a)ntifra/ssw

English (LSJ)

Att. ἀντιφράττω,
A barricade, block, τὴν ὁδόν τισι Plu.2.548d:—Pass., to be screened, ἀντιπεφραγμένος λαμπτήρ lantern, Philist. 15; τόπος ὑπὸ τῆς γῆς ἀντιφραττόμενος Plu.Nic.23.
II c. dat., stand in the way of, τῷ ἀέρι Arist.Juv.470a13, cf. Pr.929a38; especially of a body intercepting the sun's light, ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου.. Id.Mete.345a29: c. acc., ἕκαστον ἀντιφράττειν αὐτήν (sc. τὴν σελήνην) Id.Cael.293b25. abs., X.Smp.5.6, Theophrastus Ign.49; ἡ γῆ ἀ. Arist.AP0.87b40; ἡ θάλαττα ἀ. Id.Mete.368b10; κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀ. Id.de An.429a20.
2 Pass., to be placed as an obstacle, τινὸς ἀντιφραχθέντος περὶ τὴν ἀναπνοήν Pl.Ti.66e.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
I tr., en v. act.
1 cerrar un paso o camino, c. ac. τὴν ὁδὸν τοῖς ... τῇ κακίᾳ χρωμένοις Plu.2.548d, en v. pas. τόπον ... ὑπὸ τῆς γῆς ἀντιφραττόμενον Plu.Nic.23
en mecánica cerrar, obturar Hero Aut.25.7.
2 interponerse ante cuerpos o elementos físicos, c. ac., de eclipses τῶν φερομένων ἕκαστον ἀντιφράττειν αὐτήν (sc. τὴν σελήνην) Arist.Cael.293b25, ἥλιον Plu.2.929b, de elementos varios (ὁ νοῦς) κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντιφράττει Arist.de An.429a20, (τὰ παχύτερα) οἷον ... ἀντιφράττει ... τὸ θερμὸν Thphr.Ign.49
abs. εἰ ἐπὶ τῆς σελήνης ὄντες ἑωρῶμεν ἀντιφράττουσαν τὴν γῆν Arist.APo.87b40
c. dat., de eclipses ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arist.Mete.345a29
de elementos diversos ἡ ἔγκρυψις ... ἀντιφράττει ... τῷ πέριξ ἀέρι Arist.Iuu.470a13, τὴν θάλατταν ... τῷ ... πνεύματι ... ἀντιφράττειν Arist.Mete.368b10, τὸ ἄλφιτον ... ἀντιφράττει τῷ πόματι Arist.Pr.929a38
abs. τὸ σιμὸν τῆς ῥινὸς ... οὐκ ἀντιφράττει X.Smp.5.6.
3 en v. med.-pas. colocarse como obstáculo τινὸς ἀντιπραχθέντος περὶ τὴν ἀναπνοήν Pl.Ti.66e.
II intr. en v. med. protegerse, defenderse ἀντιφραττόμενοι ταῖς προσβολαῖς IG 12(3).174.19 (Astipalea I a.C.), ἀντιπεφραγμένος λαμπτήρ lámpara provista de pantalla durante la noche Philist.7.

French (Bailly abrégé)

1 opposer une barrière ; t. de méc. clôturer, cloisonner, blinder;
2 p. suite s'interposer devant, intercepter.
Étymologie: ἀντί, φράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφράσσω: атт. ἀντιφράττω
1 загораживать, преграждать (τὴν ὁδόν τινι Plut.); ἀ. τινί Arst. преграждать доступ чему-л.; ἀντιφραχθέντος τινὸς περὶ τὴν ἀναπνοήν Plat. когда дыхание чем-л. стеснено;
2 заслонять, закрывать (οὐκ ἀ., ἀλλ᾽ ἐᾶν τὰς ὄψεις ὁρᾶν τι Xen.): ἡ γῆ ἀντιφράττουσα Arst. заслоняющая (луну) земля, т. е. затмение луны (землей).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφράσσω: Ἀττ. -φράττω, φράττω, ἐμποδίζω, [τὸ σιμὸν τῆς ῥινὸς] οὐκ ἀντιφράττει, ἀλλ’ εὐθὺς ἐᾷ τὰς ὄψεις ὁρᾶν ἃ ἂν βούλωνται Ξεν. Συμπ. 5. 6 «ἀντιπεφραγμένος λαμπτήρ, ἔχων πέριξ αὑτοῦ κάλυμμα, «καὶ τὰς νύκτας ἐπαίρεσθαι λαμπτῆρας ἀντιπεφραγμένους» Φίλιστος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 116. ΙΙ. μ. δοτ., ἀποτελῶ περίφραγμα, παρακωλύω τι, ἀντιφράττει τε (ἡ τέφρα) τῷ πέριξ ἀέρι πρὸς τὸ σβεννύναι (τὸ πῦρ) Ἀριστ. περὶ Ζωῆς κ. Θαν. 5. 6, πρβλ. Προβλ. 21. 20˙ ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς ἀποφραττούσης τὸ φῶς τοῦ ἡλίου (ὡς κατὰ τὴν ἔκλειψιν τῆς σελήνης), ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ὅσα οὐράνια σώματα παρεμπίπτουσα ἡ γῆ ἀποστερεῖ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου (κάμνει νὰ μὴ τὰ βλέπῃ ὁ ἥλιος), ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 8, 5˙ ἕκαστον ἀντιφράττει αὐτὴν (αὐτῇ;), δηλ. τὴν σελήνην, ὁ αὐτ. Οὐρ. 2.13, 7: ― ἀπόλ., ἡ γῆ ἀντ. ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 31, 2, πρβλ. 2. 2, 3˙ ἡ θάλαττα ἀντ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 38˙ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντ. ὁ αὐτ. Περὶ ψυχ. 3. 4, 3. 2) ἴδε ἀντίφραξις: ― Παθ., τίθεμαι ὡς ἐμπόδιον, ἀντιφραχθέντος τινὸς περὶ τὴν ἀναπνοὴν Πλάτ. Τίμ. 66Ε.

Greek Monolingual

ἀντιφράσσω κ. -ττω (Α)
1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό
2. φράζω γύρω
περιφράζω
3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου.

Greek Monotonic

ἀντιφράσσω: Αττ. -φράττω, μέλ. -ξω, εμποδίζω, φράζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

to barricade, block up, Xen.