αντράκλα
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Greek Monolingual
κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η
κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου ανδράχνη είναι άγνωστη. Ίσως πρόκειται για σύνθετη λέξη από τα ανήρ, ανδρός + άχνη].