απαίσιος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀπαίσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ον) αίσιος
ο δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κάτι κακό
μσν.- νεοελλ.
φρικτός, αποτρόπαιος
νεοελλ.
αποκρουστικός, πολύ άσχημος.