απαίσιος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀπαίσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ον) αίσιος
ο δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κάτι κακό
μσν.- νεοελλ.
φρικτός, αποτρόπαιος
νεοελλ.
αποκρουστικός, πολύ άσχημος.