άπαξ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἅπαξ) επίρρ.
μία φορά, μία μόνο φορά
νεοελλ.
1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον
2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά
«εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση
1. αρχ.
1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά
2. φρ. «τὸ ἅπαξ τοῡτο» — για μια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α - (αθροιστικό) + παξ(πήγνυμι).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) απαξάπας
αρχ.
απαξαπλώς
(β' συνθετ.) εφάπαξ
αρχ.
αφάπαξ, εισάπαξ, καθάπαξ, κατάπαξ, προσάπαξ.