ἄπελος
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
τό,
A wound not skinned over, Call.Fr.343.
German (Pape)
[Seite 286] τό, eine Wunde, worüber sich noch keine Haut gebildet hat, unverharscht, Callim. frg. 343, was Eusth. von μὴ πελάζειν ableitet, Andere von einem ungebräuchlichen πέλος, = pellis.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπελος: τὸ, (πέλλα Β) ἕλκος μὴ ἐπουλωθὲν εἰσέτι, Καλλ. Ἀποσπ. 343, Εὐστάθ. σ. 842 [843, 33] κτλ.
Spanish (DGE)
• Morfología: [género dud.]
herida abierta, que no ha cicatrizado Call.Fr.660.
• Etimología: Quizá de ἀ- priv. y la r. *pel- ‘piel’ que aparece en ἐρυσιπέλας, πέλλα, lat. pellis, etc.
Greek Monolingual
ἄπελος, το (Μ)
πληγή που δεν έχει επουλωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του δέρματος», πέλλα, λατ. pellis «δέρμα»].