απερίσπαστος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπερίσπαστος, -ον) περισπώμαι
1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες
2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές
αρχ.
1. (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο ενιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η συνέχεια της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η εξουσία από τον ένα στον άλλο.