απερίσπαστος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπερίσπαστος, -ον) περισπώμαι
1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες
2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές
αρχ.
1. (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο ενιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η συνέχεια της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η εξουσία από τον ένα στον άλλο.