ἀπέριττος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον,
A without superfluity, plain, simple, λιτοὶ καὶ ἀ. Zeno Stoic.1.57, cf. D.H.Lys.15, Plu.2.267f, Philostr.VS1.23.2; τὸ ἀ. τῆς τροφῆς Luc.Nigr.26; μηροί, γαστήρ, perfectly modelled, Philostr. Jun.Im.14,15. Adv. -ττως plainly, D.S.12.26; frugally, Simp. in Epict.p.33 D.
German (Pape)
[Seite 288] ohne Ueberfluß u. Ueberladung, schlicht, einfach, τὸ ἀπέριττον τῆς τροφῆς Luc. Nigr. 26; vgl. M. Anton. 5, 50; χυμῶν, ohne überflüssige Säfte, Galen. Bei Schol. Il. 1, 314 heißt das Meer ἀπερίττη θάλασσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέριττος: -ον, ἄνευ τινὸς περιττοῦ, μὴ ἀναγκαίου ἤ ὑπερπληροῦντός τι, ἁπλοῦς, λιτός, ἀφελής, Πλούτ. 2. 267F, Φιλόστρ. 527· τὸ ἀπ. τῆς τροφῆς Λουκ. Νιγρ. 26. - Ἐπίρρ. -ττως, ἄνευ περιττῶν, εὐσυνόπτως, Διόδ. 12. 26: λιτῶς, Συμπλ. ἐν Ἐπικτ. σ. 75.
French (Bailly abrégé)
att. p. ἀπέρισσος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπέριττος, -ον)
αυτός που δεν έχει τίποτε περιττό ή μη αναγκαίο, απλός, λιτός.