απόγειος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

κ. -αιος, -α, -ο (Α ἀπόγειος, -α, -ον) γη
(άνεμος, αύρα) που πνέει από την ξηρά (για το ουδ. ως ουσ. βλ. απόγειον)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τη Γη
2. σε απόσταση από την ακτή.