αποδιοπομπαίος

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος»
1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος
2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].