αποδιοπομπαίος

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος»
1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος
2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].