ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
κ. απακουμπώ (-άω) (Μ ἀπακουμπῶ)
στηρίζομαι κάπου
νεοελλ.
1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ' ένα σημείο
2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι
3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ
4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία.