αποκουμπώ

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

κ. απακουμπώ (-άω) (Μ ἀπακουμπῶ)
στηρίζομαι κάπου
νεοελλ.
1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ' ένα σημείο
2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι
3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ
4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία.