ἀπολάπτω
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
A lap up like a dog, swallow greedily, Ar.Nu.811.
German (Pape)
[Seite 310] ablecken, abschlürfen; übertr. = ἀπολαύω, τινός Ar. Nubb. 801.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολάπτω: μέλλ. -ψω, λάπτω, πίνω διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ κύων, καταπίνω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. ἀπολαύω Ι.3.
French (Bailly abrégé)
avaler en lapant, laper.
Étymologie: ἀπό, λάπτω.
Spanish (DGE)
devorar τὸν ζωμόν Antiph.44.4
•fig. ὅ τι πλεῖστον δύνασαι ref. a pers., Ar.Nu.811.
Greek Monolingual
ἀπολάπτω (Α) λάπτω
πίνω με τη γλώσσα όπως ο σκύλος, καταπίνω λαίμαργα.