απομνημονεύω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

ἀπομνημονεύω)
προσπαθώ να συγκρατήσω, συγκρατώ στη μνήμη μου, αποστηθίζω
αρχ.
1. διηγούμαι από μνήμης
2. ανακαλώ στη μνήμη μου
3. «ἀπομνημονεύω τινί τι»
ἔχω ἄσχημη ἐντύπωση, σκέπτομαι κακό για κάποιον
4. φρ. «ἀπομνημονεύω ὄνομα» — δίνω όνομα για ανάμνηση κάποιου πράγματος.