αποσβήνω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

(AM ἀποσβεννύω, Α κ. -σβέννυμι)
1. εξαφανίζομαι
2. σβήνω εντελώς
νεοελλ.
(για χρέη) εξοφλώ
αρχ.
Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως
2. εξαλείφω
II. (-υμαι)
1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ
2. εξασθενώ, εξαντλούμαι
3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω.