θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
κ. απόρριμμα, το
1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι
2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα
3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου
4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός.