αποψίλωση

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀποψίλωσις)
1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της
2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι
αρχ.
1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα
2. (για αμπέλι) απογύμνωση από τους βλαστούς και τα φύλλα.