γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
η (AM ἀποφυγή) αποφεύγωτο να αποφεύγει κάποιος κάτιαρχ.1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.