αποψύχω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποψύχω)
1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό
νεοελλ.
1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω
2. πεθαίνω
μσν.- νεοελλ.
(-ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι
αρχ.
1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ
2. απρόσ. ἀποψύχει
αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός
3. (-ομαι) α) καθίσταμαι ψυχρός
β) στεγνώνω, ξεραίνομαι
γ) τρέμω, έχω ρίγος
δ) γίνομαι ψυχρός και αδιάφορος ως προς κάτι.