άργεμα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].———————— (II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.