ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
η (AM ἁρπάγη) αρπάζω
1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα
2. η τσουγκράνα
3. σύνεργο αλιευτικής
νεοελλ.
ο ιστός της αράχνης.