ἄσειρος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσειρος Medium diacritics: ἄσειρος Low diacritics: άσειρος Capitals: ΑΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: áseiros Transliteration B: aseiros Transliteration C: aseiros Beta Code: a)/seiros

English (LSJ)

ον,

   A without trace, ἵππος Eust.1734.2.

German (Pape)

[Seite 369] ohne Seil, nicht angebunden, ἵππος Hesych.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene tiro ἵππος Trag.Adesp.200, cf. Eust.1734.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.