ἀσυνάρτητος
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ον,
A disconnected, incoherent, D.H.Th.6, Gal.15.468, Sch.S.OC1560. II in Metric, ἀσυνάρτητοι στίχοι verses compounded of independent κῶλα, Heph.15, Sch.Ar.Ra.1316, etc.
German (Pape)
[Seite 380] nicht verknüpft, unzusammenhangend. Bei den Metrikern sind ἀσυνάρτητοι Verse, in denen verschiedene Rhythmen locker od. gar nicht verbunden sind. Uebh. nicht zusammenpassend, Dion. Hal. iud. de Thuc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρτητος: -ον, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, ἀνακόλουθος, εἰς πολλὰ μεμερισμένην καὶ ἀσυνάρτητα κεφάλαια Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἀσυνάρτητοι στίχοι εἶναι οἱ συγκείμενοι ἐξ ἑτερογενῶν μερῶν, «γίνεται δὲ καὶ ἀσυνάρτητα, ὁπόταν δύο κῶλα μὴ δυνάμενα ἀλλήλοις συναρτηθῆναι μηδὲ ἕνωσιν ἔχειν ἀντὶ ἑνὸς μόνου παραλαμβάνηται στίχου» Ἡφαιστ. 15, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 56. 12.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconexo, incoherente de abstr. κεφάλαια D.H.Th.6, λήμματα S.E.P.2.153, λόγος Gal.15.468, τὸ δὲ δίδου μοι τοῦτο ἀσυνάρτητον Sch.S.OC 1560P., cf. Sch.Ar.Ra.1340.
2 métr. asinárteto στίχοι versos compuestos de κῶλα diferentes, Heph.15, Aristid.Quint.51.2, Sch.Ar.Ra.1316.
II adv. -ως incoherentemente ἐπεὶ ὁ γέρων εἶπεν ἀ. Sch.Ar.Nu.247, cf. Eus.E.Th.1.20.9
•ἀ. ἐρράπτει Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνάρτητος, -ον) συναρτώ
αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος
αρχ.-μσν.
(μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια.