ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
η
1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι
2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά ντομάτες»)
3. τμήμα αγρού του οποίου η έκταση καθορίζεται από τις αυλακιές κατά τη σπορά («έσπειρα τρεις αυλακιές»).