αυλακιά

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η
1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι
2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά ντομάτες»)
3. τμήμα αγρού του οποίου η έκταση καθορίζεται από τις αυλακιές κατά τη σπορά («έσπειρα τρεις αυλακιές»).