κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
ἀφυής (-οῡς), -ές (Α) φυή1. ο μη ευφυής, αυτός που δεν έχει φυσική ικανότητα ή διανοητική υπεροχή2. αδέξιος, ανίκανος3. αυτός που δεν έχει άρτια σωματική διάπλαση4. απονήρευτος, άδολος.