άχνα

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

(I)
η
1. αχνός, ατμός
2. ελαφριά πνοή, αναπνοή
3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» — δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)].———————— (II)
ἄχνα, η (δωρ. τ.) (Α)
βλ. άχνη.