Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
η
1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά
2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου
3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος
4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)].