αχινός

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

και αχινιός, ο (Μ ἀχινός)
κοινή ονομασία των μελών της ομοταξίας Εχινοειδή, των οποίων το σώμα είναι σφαιρικό ή δισκοειδές και το όστρακο σκεπασμένο με αγκάθια
νεοελλ.
1. άνθρωπος ανόητος
2. το εφήβαιο και το γεννητικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. αχινός < αρχ. εχίνος
αχινιός < εχινιός < εχιναίος < αρχ. εχίνος «αχινός, σκαντζόχοιρος»].