ἄχρωμος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωμος Medium diacritics: ἄχρωμος Low diacritics: άχρωμος Capitals: ΑΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: áchrōmos Transliteration B: achrōmos Transliteration C: achromos Beta Code: a)/xrwmos

English (LSJ)

ον, = foreg. 2, Hp.Epid.7.122, Artem.4.44: Comp.,

   A οὐδὲν -ότερον Hierocl.Facet.203:—hence Subst. ἀχρωμία, ἡ, Gloss.

German (Pape)

[Seite 420] 1) dasselbe. – 2) schamlos, πορνείη Hippocr., wie ἐργασία ἄχρωμος Artemid. 4, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωμος: -ον, ὁ μὴ ἔχων χρῶμα, μὴ ἐρυθριῶν, ἀναίσχυντος, Ἱππ. 1240D· ἀναιδής, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ον
que no se ruboriza, desvergonzado ἦν γὰρ αὐτῷ ἡ ἐργασία ἄ. Artem.4.42, cf. Hp.Epid.7.122, Fortunat.Rh.83.20, Hierocl.Facet.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄχρωμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει χρώμα
2. ωχρός, ξεθωριασμένος
3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος
αρχ.-μσν.
όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής.