βεβαιοσύνη
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) βέβαιος
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.