βαρύστομος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A heavy in pronunciation, of the first syllable of σκῆπτρον, Phld.Po.2.14 (dub.). 2 of heavy, i.e. abusive, mouth, Nonn.D.48.420. 3 of a weapon, cutting deeply, Opp.H.4.481.
German (Pape)
[Seite 435] 1) schwer, tief einschneidend, βουπλήξ Opp. H. 4, 481; a. sp. D. – 21 schmähend, Nonn. D. 48, 420.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστομος: -ον, ὁ ἔχων βαρύ, δηλ. κακόλογον στόμα, Νόνν. Δ. 48. 420. 2) ἐπὶ ὅπλου, ὁ βαθέως κύπτων, βουπλήξ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 481.
Spanish (DGE)
(βᾰρύστομος) -ον
1 de grave corte, βουπλήξ Opp.H.4.481, en plu., Opp.H.5.152.
2 de palabra ruda, muy grosero β. ὄξέϊ μύθῳ ἤκαχε Ληλάντοιο πάϊς Nonn.D.48.420.
3 dud. de pronunciación fuerte de la primera sílaba de ‘φηγόν’ Phld.Po.B12.4.
Greek Monolingual
βαρύστομος, -ον (AM)
αυτός που δυσκολεύεται στην ομιλία, βραδύγλωσσος
αρχ.
1. εκείνος που εκστομίζει βαριά λόγια
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα
3. (για όπλο) εκείνος που κόβει βαθιά.