βολικός
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. άνετος, αναπαυτικός
2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»].