βομβαύλιος

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβαύλιος Medium diacritics: βομβαύλιος Low diacritics: βομβαύλιος Capitals: ΒΟΜΒΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: bombaúlios Transliteration B: bombaulios Transliteration C: vomvaylios Beta Code: bombau/lios

English (LSJ)

ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης,

   A bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.

Greek (Liddell-Scott)

βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.

Greek Monolingual

βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].