αύλιος
From LSJ
Greek Monolingual
αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.